κακοπάθεια

κακοπάθεια
κᾰκοπάθ-εια [pron. full] [πᾰ], ,
A distress, misery, Hp.VM10, Antipho 3.2.11, lsoc.6.55, Arist.Pol.1278b28;

σώματος Antipho 5.18

; of plants or trees, Thphr.CP3.7.8; strain, stress, on the parts of a machine, Hero Bel.93.1: pl., Hp. l.c.; ταῖς παρὰ τὴν ἀξίαν νῦν κακοπαθείαις your present unmerited sufferings, Th.7.77:—later, usu. written [suff] κᾰκοπαθ-παθία, IG22.900.16 (ii B.C.) , SIG685.30 (Magnesia, ii B.C.), BGU 1209.7 (i B.C.), Ep.Jac.5.10: pl., IG12(7).386.24 (Amorgos, iii B.C.), Phld.Piet.86, etc.; laborious toil, perseverance, BGU l.c. (i B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κακοπαθεία — κακοπαθείᾱ , κακοπάθεια distress fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπαθείᾳ — κακοπαθείᾱͅ , κακοπάθεια distress fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπάθεια — distress fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπάθεια — και κακοπάθια και κακοπαθιά, η (AM κακοπάθεια, Α και κακοπαθία, Μ και κακοπαθεία) [κακοπαθής] το να κακοπαθεί κάποιος, κακουχία, ταλαιπωρία, αθλιότητα («τοῡ γηραιοῡ... τὴν ἀπροσδόκητον κακοπάθειαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. διαβίωση γεμάτη στερήσεις,… …   Dictionary of Greek

  • κακοπάθεια — η κακουχία, ταλαιπωρία: Πολλά παιδιά αρρωσταίνουν από τις κακοπάθειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοπαθείας — κακοπαθείᾱς , κακοπάθεια distress fem acc pl κακοπαθείᾱς , κακοπάθεια distress fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπαθείαι — κακοπαθείᾱͅ , κακοπάθεια distress fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπαθειῶν — κακοπάθεια distress fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπαθείαις — κακοπάθεια distress fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπαθείης — κακοπάθεια distress fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπαθιῶν — κακοπάθεια distress fem gen pl κακοπαθία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”